ἀνέχεται

ἀνέχεται
ἀνέχω
hold up
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φωτόφοβος — η, ο, Ν 1. αυτός που για παθολογικούς λόγους δεν ανέχεται το φως 2. φρ. «φωτόφοβος οργανισμός» βιολ. οργανισμός που δεν ανέχεται ή αποφεύγει τον άπλετο φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + φοβος (< φόβος), πρβλ. υδρό φοβος. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • άναρκτος — ἄναρκτος, ον (Α) [άρχω] αυτός που δεν υποτάσσεται ή δεν έχει υποταχθεί σε άλλον, που δεν εξουσιάζεται ή δεν ανέχεται να εξουσιάζεται από άλλον …   Dictionary of Greek

  • άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • αγόγγυστος — η, ο (Μ ἀγόγγυστος, ον) [γογγύζω] αυτός που με υπομονή, αδιαμαρτύρητα, ανέχεται μια δύσκολη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • αδούλωτος — η, ο (Α ἀδούλωτος, ον) [δουλῶ] αυτός που δεν υποδουλώθηκε ή δεν ανέχεται ζυγό, ανυπότακτος, ελεύθερος …   Dictionary of Greek

  • αδυνάστευτος — η, ο (Μ ἀδυνάστευτος, ον) [δυναστεύω] αυτός που δεν δυναστεύεται, ο πολιτικά ή ψυχικά ελεύθερος νεοελλ. αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη, ο φιλελεύθερος …   Dictionary of Greek

  • ακαταδυνάστευτος — η, ο [καταδυναστεύω] 1. όποιος δεν ταλαιπωρείται από δυνάστη, από σκληρό άρχοντα 2. αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη 3. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν καταδυναστεύσει «λαός ακαταδυνάστευτος» …   Dictionary of Greek

  • ακυρίευτος — η, ο (Μ ἀκυρίευτος, η, ο και ος, ον) [κυριεύω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν κυριεύθηκε ή δεν μπορεί να κυριευθεί, να περιέλθει στην κυριαρχία κάποιου 2. αυτός που δεν καταλαμβάνεται από ηθικό πάθος μσν. αυτός που δεν έχει ή δεν ανέχεται κύριο,… …   Dictionary of Greek

  • ανέγγιαχτος — η, ο (και ιχτος και ιγος) άθικτος, απείραχτος 2. αυτός που δεν ανέχεται, δεν σηκώνει πείραγμα …   Dictionary of Greek

  • ανεκτικός — ή, ό (Α ἀνεκτικός, ή, όν) [ανέχω] ο ικανός να ανέχεται, εκείνος που δείχνει ανοχή, υπομονητικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”